- πεπλατυσμένος
- πλατύνωwidenperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλατύνω — πλατύνω, πλάτυνα, πεπλατυσμένος βλ. πίν. 48 Σημειώσεις: πλατύνω : η μτχ. πεπλατυσμένος απαντάται κυρίως ως επίθετο (→ πλατύς και σχεδόν επίπεδος) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
βίκος — Μονοετής ή διετής χνουδωτή πόα της οικογένειας των ψυχανθών, με βλαστό έρποντα ή αναρριχώμενο που φτάνει σε μήκος το 1 μ. Έχει φύλλα σύνθετα, από 5 έως 7 ζεύγη, και ελλειψοειδή ή προμήκη φυλλάρια· μετά το τελευταίο ζεύγος φυλλαρίων καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… … Dictionary of Greek
κλαδώδιο — το βοτ. εξειδικευμένος πεπλατυσμένος βλαστός, σε ορισμένα φυτά, ο οποίος έχει μεταμορφωθεί σε αφομοιωτικό όργανο, δηλ. μοιάζει με φύλλο και εκτελεί λειτουργία φύλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cladode < clad (πρβλ. κλάδος [Ι]) + οd… … Dictionary of Greek
πέδιλο(ν) — το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α είδος υποδήματος που υπάρχει από την αρχαιότητα και το οποίο καλύπτει με δέρμα ή παρόμοιο υλικό μόνο το πέλμα ή και τον ταρσό τού ποδιού, ενώ συγκρατείται πάνω στο πόδι με κορδόνια ή λουριά, σανδάλι νεοελλ. αρχ.… … Dictionary of Greek
πεπλατυσμένως — Μ επίρρ. εκτεταμένα, πλατιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπλατυσμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού πλατύνω] … Dictionary of Greek
πλάτυσμα — το / πλάτυσμα και πλάτυμμα, ΝΜΑ το αποτέλεσμα τού πλατύνω 2. κάθε πεπλατυσμένο αντικείμενο νεοελλ. 1. βοτ. το έλασμα τών φύλλων τών φυτών 2. φρ. «μυώδες πλάτυσμα» ανατ. λεπτός πλατύς τετράπλευρος μιμικός μυς τού τραχήλου, που εκτείνεται υποδορίως … Dictionary of Greek
πλακουτσωτός — και πλατσουκωτός, ή, ό, Ν [πλακουτσώνω] 1. αυτός που έχει υποστεί πλάτυνση, ο πεπλατυσμένος 2. ο κάπως πλατύς … Dictionary of Greek
πλακωτός — ή, ό / πλακωτός, ή, όν, ΝΜ [πλακώ] (για δάπεδα) ο στρωμένος με πλάκες, πλακόστρωτος νεοελλ. 1. αυτός που μοιάζει με πλάκα, πλακοειδής, πεπλατυσμένος («πλακωτή μύτη») 2. το ουδ. ως ουσ. το πλακωτό είδος παιχνιδιού στο τάβλι … Dictionary of Greek